- γονάτιο
- το (AM γονάτιον) [γόνυ]μικρό γόνατονεοελλ.ψευδογνώμοναςμσν.1. κόμπος καλαμιού2. μέρος τής πανοπλίας που καλύπτει το γόνατοαρχ.1. γοφός2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο τού αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί.
Dictionary of Greek. 2013.